- συνδιαλλαχτικός
- η , ό1) сговорчивый, уступчивый; 2) при- мирительный, способствующий примирению; компромиссный; 3) полит, примиренческий, соглашательский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνδιαλλακτικός — και συνδιαλλαχτικός, ή, ό, Ν 1. ο κατάλληλος για συνδιαλλαγή, συμβιβαστικός 2. φρ. «συνδιαλλακτικές επιτροπές» επιτροπές που ιδρύονται από κράτη ή διεθνείς οργανισμούς με σκοπό την εξεύρεση λύσης ενός διεθνούς προβλήματος. επίρρ...… … Dictionary of Greek